- ξέρη
- ηβλ. ξέρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξερή — η βλ. ξηρός … Dictionary of Greek
ξέρα — και ξέρη, η 1. βράχος στη θάλασσα που μόλις καλύπτεται και ο οποίος γίνεται δύσκολα ορατός, ύφαλος, σκόπελος 2. ξηρασία, ανομβρία, ξεραΐλα, έλλειψη βροχής 3. ξερός τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. ξερά / ξερή τού επιθ. ξερός, ή, ό … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
Xeri — oder Kseri (griechisch Ξερή) ist ein Kartenspiel für 2 Personen, das mit einem 52er Blatt (Pokerspiel) ohne Joker bevorzugt in Griechenland gespielt wird. Es ähnelt dem türkischen Kartenspiel Pişti [1] Inhaltsverzeichnis 1 Regeln 1.1… … Deutsch Wikipedia
αγκλούπι — το η ξερή κολοκύθα, κομμένη κατά μήκος στα δύο, που χρησιμοποιείται ως όργανο για την άντληση υγρών (αλλιώς αγκλιά) … Dictionary of Greek
αχλύς — Η θόλωση της ατμόσφαιρας. Η α. (ξερή ομίχλη) παρατηρείται κυρίως το καλοκαίρι και οφείλεται στην ανώμαλη διάθλαση του φωτός και στη διαφορά θερμοκρασίας στρωμάτων αέρος. Το φαινόμενο είναι εντονότερο, όταν o αέρας περιέχει μεγάλες ποσότητες… … Dictionary of Greek
δαμάσκηνο — το (Α δαμασκηνόν, Μ δαμάσκηνον) ο καρπός τής δαμασκηνιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. τ. δαμάσκηνον, απ όπου και ο νεώτερος τ., προέρχεται από αρχαίο τ. δαμασκηνόν, ουδ. τού επιθέτου δαμασκηνός < Δαμασκός, με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. στακτή στάχτη,… … Dictionary of Greek
διαχερσώ — διαχερσῶ ( όω) (Α) μετατρέπω ένυδρη περιοχή σε ξερή, αποξηραίνω … Dictionary of Greek
κιτς — το άκλ. πολύ κακόγουστο πράγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. kitsch < γερμ. kitschen «κατασκευάζω πρόχειρα») < γερμ. διαλ. kitschen «καθαρίζω ξερή λάσπη»] … Dictionary of Greek
μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… … Dictionary of Greek